νουβέλα

νουβέλα
η
(λ. ιταλ.), λογοτεχνικό είδος, ανάμεσα στο διήγημα και το μυθιστόρημα σε έκταση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νουβέλα — Αφηγηματικό είδος που καθορίζεται δύσκολα, εξαιτίας τόσο της ευρύτατης χρονικής και τοπικής έκτασης της διάδοσης του, όσο και της ποικιλίας των μορφών του. Συγγραφέας ν., με την παλιά έννοια του όρου, είναι εκείνος που αφηγείται ιστορίες με τον… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ζωγράφου, Λιλή — (Ηράκλειο Κρήτης 1922 – 1998). Λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Ήταν κόρη δημοσιογράφου και εκδότη εφημερίδας στο Ηράκλειο Κρήτης, από τον οποίο κληρονόμησε την αγάπη για την αρθρογραφία αλλά και τον γνήσιο φιλελευθερισμό που τη διέκρινε. Στα… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Сиотис, Динос — Динос Сиотис греч. Ντίνος Σιώτης Дата рождения: 19 декабря 1944(1944 12 19) (67 лет) Место рождения …   Википедия

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • παραμύθι — Λαϊκή διήγηση στην οποία προέχει το θαυμαστό και το φανταστικό και που έχει για πρωταγωνιστές όντα υπεράνθρωπα, νεράιδες, στρίγκλες, μάγους, δράκους, γίγαντες και, οπωσδήποτε, πρόσωπα ικανά, μέσω μαγικών αντικειμένων ή προσωπικής δύναμης, για… …   Dictionary of Greek

  • Ακουταγκάβα, Ριουνοσούκε — (Ryunosuke Αkutagava, Τόκιο 1892 – 1927). Ιάπωνας συγγραφέας. Μαθητής του Νατσούμε Σοσέκι, ανήκει στη λεγόμενη νεοϊντελεκτουαλιστική σχολή και είναι μάλιστα ο κυριότερος εκπρόσωπός της. Νεότατος ίδρυσε μαζί με άλλους το περιοδικό Σινσιτσό. Έγραψε …   Dictionary of Greek

  • Αλεζί, Πολ — (Paul Αlexis, Εξ αν Προβάνς 1847 – Λεβαλονά Περέ 1901). Γάλλος συγγραφέας. Όταν ήταν νέος συνδέθηκε με τον Εμίλ Ζολά και δέχτηκε την επίδρασή του. Το πρώτο του έργο ήταν μια νουβέλα με τον χαρακτηριστικό τίτλο Μετά τη μάχη.Το 1880 δημοσίευσε δύο… …   Dictionary of Greek

  • Βάλιε Ινκλάν, Ραμόν Μαρία ντελ- — (Ramόn Maria del Valle Inclάn, Βαλιενουέβα ντε Αρόσα, Γαλικία 1866 – Σαντιάγκο ντε Κομποστέλα 1936). Ισπανός συγγραφέας. Φυσιογνωμία εκκεντρική, και ως άνθρωπος και ως λογοτέχνης, όχι τόσο για τη ζωή που έκανε (ταξίδι σε αναζήτηση τύχης στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”